Ταξίδεψε ανάποδα την σφαίρα στο πέρασμά σου σπρώξε τα βουνά αιωρήσου στα γυρίσματα του αέρα βυθίσου με μια ανάσα στην φωτιά γέμισε τα πνευμόνια σου σκοτάδι και ρούφηξε την μέρα σου βαθιά ανάτειλε τον Ήλιο κάποιο βράδυ τα αστέρια χάρισέ τα στα παιδιά γνώρισε μαγεμένους και αυθεντίες σπείρε – γλυκά- στην έρημο νερά λαθρεπιβάτες βάλε σε ιστορίες ψυχές αδέσποτες να κλέβουν μυστικά σήκωσε τα κομμάτια των χαμένων και στήσε οδοφράγματα ψηλά στιχάκια ποιητών κατατρεγμένων ελεύθερα να τρέχουν στα στενά λιώσε κραυγές και ντύσε την οργή σου λέξεις ακόνισε στις μύτες αιχμηρά όνειρα μάζεψε – ανθίζουν στην αυλή σου - ρίξε στον φόβο σου ευθύβολη ματιά λαθραία πέρασε κλεμμένες αναμνήσεις και φύτεψέτες σε ανήλιαγα μυαλά δίνουν καρπούς μα πρέπει να ποτίσεις άνυδρα χρόνια με χαμένη την σοδιά τις νύχτες άνοιγε πληγές στον Εφιάλτη ένα μαχαίρι μπήξε στην καρδιά μην του γυρίσεις ήσυχος την πλάτη βρες την φωνή και άρπαξέ του την μιλιά βάλε φωτιές στις ερημιές να τις φωτίσεις κλείσ'τα σκοτάδια σε διάφανα κελιά τα πτωματόδετα κειμήλια να γκρεμίσεις στο Φόβο σφίξε μέχρι τέλος την θηλιά φτιάξε στουπιά και ρίξε τον θυμό σου - ανάβουν εύκολα σε ελεύθερα μυαλά - τον ηττημένο νιώσε σύντροφό σου αντάλλαξε αίμα με σφιγμένη την γροθιά σκόρπισε Έρωτα και άστεγα λουλούδια σε τοίχους άφησε την καύτρα από φιλιά σεσημασμένους πόθους για τραγούδια ψιθύρισέ τους σε ανυπότακτα στοιχειά. ———————————————– Οι ανεμόμυλοι θεριεύουν στην ομίχλη ο Δον Κιχώτης επελαύνει στα τυφλά μια πέτρα πιάνει αδέξια, και την ρίχνει και το ταξίδι της ζωής σου αρχινά!