(Σε μια πανέμορφη πόλη, ζούσε ένα πανέμορφο, κατάξανθο κοριτσάκι που τα μαλλιά του έμοιαζαν με το χρυσάφι. Γι' αυτό όλοι τη φώναζαν Χρυσομαλλούσα...) Κινούταν μ' άνεση. Όμορφη τόσο, μάγευε με την εμφάνιση Κάθε σύγκριση μαζί της άνιση Καυτή σαν καλοκαίρι, μαγική σαν άνοιξη, κατάνυξη Και μετά από λίγο πτώση βάναυση Τόσο εύπλαστη, ξεγελούσε, έδειχνε τόσο εύθραυστη Είχε τρόπο να σε φέρνει σ' έκσταση Τέτοιο βλέμμα, τέτοιο σώμα, τέτοια ένταση Κι οι πιο μικρές λεπτομέρειες με τόση έμφαση Αποπλανούσε με την παρουσία Παραισθησιογόνος η ανάσα της σαν ουσία Το άγγιγμά της από μόνο του εξουσία Αφροδίτη της Μήλου που το 'σκασε απ' τα μουσεία Κυρίευε με πάθος μα και ουσία φαιά Ν' αντισταθεί ποιος θνητός σε μία Θεά; Δεν σου δινόταν μονομιάς μα αργά κι αραιά Μέχρι που σ'είχε δικό της για τα καλά Στην κατιούσα, στη Χρυσομαλλούσα παραμιλούσα Τόσο την αγαπούσα που χωρίς αυτή δε ζούσα Έπλεκε τον ιστό μα εγώ τον συντηρούσα, εθελοτυφλούσα Δεν εκπλήσσομαι που ειν' απούσα. Στην κατιούσα, στη Χρυσομαλλούσα παραμιλούσα Τόσο την αγαπούσα που χωρίς αυτή δε ζούσα Έπλεκε τον ιστό μα εγώ τον συντηρούσα, εθελοτυφλούσα Δεν εκπλήσσομαι που ειν' απούσα. Κι έτσι λοιπόν γιγάντωνε την αυταπάτη μου Από το πιάτο μου έφαγε, ξάπλωσε στο κρεβάτι μου Άκουγε πριν από σένα κάθε κομμάτι μου Τυλίγοντας τα δυο της χέρια πίσω από την πλάτη μου Κι ήταν η τέρψη της πιο εθιστική κι από τη γεύση της Μα δηλητηριώδης σαν τη σκέψη της Κι ήταν παγίδα, έντεχνα την ψυχή σου ρουφούσε μέσα της Κάθε φορά που έμπαινες μέσα της Μου 'λεγε Κάνε με δική σου και το πίστευα Μα εκείνη ήξερε πως γινόταν αντίστροφα Μπρούμυτα, ανάσκελα, στα γόνατα, στα τέσσερα ή στα όρθια Από κάθε πλευρά σ' έδενε με ξόρκια κάπως γόρδια Κι έπεφτε στην αντίληψή σου όταν ήταν πια αργά Πως η ψυχή σου δεν ήταν δική σου Το δικό σου τώρα δικό της Κι η Χρυσομαλλούσα δείχνει το αληθινό πρόσωπό της... (Η Χρυσομαλλούσα ήταν υπάκουη... Αλλά ετούτη τη φορά η περιέργεια ήταν πιο δυνατή από την υπακοή...) Μεταμορφώνεται άκρες μέσες. Τα πανέμορφα ξανθά μαλλιά της βγάζει Περούκες ήταν μόνο και τρέσες Στο κεφάλι της φίδια Μα την έχεις λατρέψει τόσο που ακόμα σου φαίνεται ίδια Ερωτευμένος ως τα μπούνια Δεν διακρίνεις τις αράχνες που βγάζει από τα ρουθούνια Που σε κούναγε κούνια... Καρδούλες βλέπεις τα μιλιούνια που απ' τα μάτια εκκρίνει ζουζούνια Και σου λέει να φύγεις Ακριβώς γιατί ξέρει πόσο δίπλα της λαχταράς το να μείνεις Εισ' ένας σκλάβος Μα δεν το ξέρεις κι έτσι ακόμα αναρωτιέσαι που έκανες λάθος Και μένεις να την ποθείς, ανίκανος από τα μάγια στα πόδια σου να σταθείς, ναι... Τρέχεις και ψάχνεις για να βρεις Τη Χρυσομαλλούσα στην αγκαλιά της να ζεσταθείς... Στην κατιούσα, στη Χρυσομαλλούσα παραμιλούσα Τόσο την αγαπούσα που χωρίς αυτή δε ζούσα Έπλεκε τον ιστό μα εγώ τον συντηρούσα, εθελοτυφλούσα Δεν εκπλήσσομαι που ειν' απούσα. Στην κατιούσα, στη Χρυσομαλλούσα παραμιλούσα Τόσο την αγαπούσα που χωρίς αυτή δε ζούσα Έπλεκε τον ιστό μα εγώ τον συντηρούσα, εθελοτυφλούσα Δεν εκπλήσσομαι που ειν' απούσα. (Κι έτσι έζησαν όλοι καλά κι η Χρυσομαλλούσα καλύτερα...)