Η γυναίκα απ' την Τυφλίδα αλλάζει σταχτοθήκες στο βρώμικο καφενείο της ώχρας. Μέσα της χιονίζει, μα μπορεί και προσφέρει στους ξένους άντρες τον ψεύτικό της ήλιο. Άνθρωποι σ' ανθρώπους μοιράζουνε ψωμί και θάνατο και ήλιο, σα νά 'τανε θεοί. Δικό μου το τραγούδι, μπορώ να ευχηθώ την άγρια πλευρά τους να μη την ξαναδώ. Απ' τα ψεύτικα νύχια ξεκινά ένας δρόμος, που, ούτε κι η ίδια γνωρίζει που πάει. Μπορεί να μείνει για πάντα σκλάβα, μπορεί και να βρει της αγάπης τη λάβρα. Άνθρωποι σ' ανθρώπους μοιράζουνε ψωμί και θάνατο και ήλιο, σα νά 'τανε θεοί. Δικό μου το τραγούδι, μπορώ να ευχηθώ την άγρια πλευρά τους να μη την ξαναδώ. Τα πούλια όταν χτυπάνε στο τάβλι οι θαμώνες, ταράζεται, τις ριπές θυμάται. Τρίζουν οι καρέκλες, κλαίνε τα ποτήρια. Η ζωή δεν είναι σαν τ' άλλα παιχνίδια. Άνθρωποι σ' ανθρώπους μοιράζουνε ψωμί και θάνατο και ήλιο, σα νά 'τανε θεοί. Δικό μου το τραγούδι, μπορώ να ευχηθώ την άγρια πλευρά τους να μη την ξαναδώ. Η γυναίκα απ' την Τυφλίδα αλλάζει σταχτοθήκες κι αδιόρατα κουνά το κεφάλι. Ο φόβος κι η ανάγκη, η ανάγκη κι ο φόβος φαίνεται να παίρνουν την παρτίδα και πάλι. Άνθρωποι σ' ανθρώπους μοιράζουνε ψωμί και θάνατο και ήλιο, σα νά 'τανε θεοί. Δικό μου το τραγούδι, μπορώ να ευχηθώ την άγρια πλευρά τους να μη την ξαναδώ.