Κάντε του τόπο στη βάρκα να μπει Λέει μια φωνή σε μια γλώσσα Απ' αυτή που ακούς διαφορετική Αυτό το βράδυ έναν τόπο αφήνω πίσω μου Και πάω την τύχη μου να αναζητήσω σ' άλλη γη Μα σαν πληγή απ' τις εφτά μ' αντιμετώπισαν εκεί Γιατί μετράνε τους ανθρώπους σα λεφτά Κι απ' τους δεκαεφτά που ήμασταν στη βάρκα αυτό το βράδυ Δύο βρέθηκαν νεκροί και άλλοι πέντε σε ανήλιαγα κελιά Κι εγώ είπα μόνο "δώστε τόπο στην οργή" Αλλά ο τόπος τούτος έδωσε οργή όταν του σφίξαν τη θηλιά Κι εγώ ήμουν ξένος, άρα φταίχτης, άρα καρτερώ αργά Και τη σειρά μου να ματώσω σιωπηρά Ξύπνα Ελλάδα, γελάνε όλοι με το ζόρι σου Γύρω γύρω η Ευρώπη στη μέση το πορτοφόλι σου Μα πώς ζητάς να ακουστεί η γνώμη σου Όταν Έλληνα καταστρέφεις ό,τι με κόπο χτίσαν οι προγόνοι σου; Ποντάρω το κεφάλι μου όταν ξεστομίζω τα πράγματα όπως έχουνε Γι'αυτό δε συνηθίζω ό,τι πω να πάρω πίσω Γεμίσαν το πιάτο τους και μου δώσαν χρυσό κουτάλι για να τους ταΐσω Και το γνωρίζω, ανθρωπάκι, σε φοβίζω Ίσως φταίει το σκούρο δέρμα ή που δεν ξέρω να μιλήσω Δε σε κρίνω, είχα την τύχη χωρίς να το γνωρίζω Το χρώμα της νύχτας για σάρκα μου να χρησιμοποιήσω Μα γιατί με μισείς; Εγώ άλλωστε Ήρθα να δώσω ότι καλύτερο έχω στην γη που σε μεγάλωσε Μα Έλληνα δε σου άρεσε, μου φόρεσες ονόματα Ενώ αγκάλιασες τον κλέφτη, επειδή είχε μπλε ταυτότητα Με ξέβρασε το κύμα σε μια ακτή που δε γνωρίζω Αδερφέ συγχώρα την αδυναμία μου για δυο να κολυμπήσω Με τράβηξαν πριν σε θρηνήσω Φωνάζοντας Μπουσούλα στη στεριά, μην κοιτάς πίσω! Κι είδα ανθρώπους που αγάπησα στη θάλασσα Είδα την πίστη μου να παλεύει τα κύματα Είδα τη βάρκα μας να γίνεται ναυάγιο Πνίγηκαν τα όνειρα μου για ένα καλύτερο αύριο Κι είδα ανθρώπους που αγάπησα στη θάλασσα Και το Χριστό να περπατάει στο νερό Και να κλοτσάει τα κεφάλια, όσων έχουνε το θράσος Να προσεύχονται σε άλλη γλώσσα, σε άλλο Θεό Μάζεψ' τα λόγια σου όταν πατήσω το πόδι μου στο χώμα σου Δε θέλω όλη τη μέρα, θέλω λίγη από την ώρα σου Να εξηγήσω στη γλώσσα σου πως δεν επέλεξα Να με στριμώξουν για να με περάσουνε μ' άλλους στη χώρα σου Παράνομα, το ξέρω, μα πριν με διώξεις άσε με Να νιώσω τον τόπο εκείνο που έβγαλε τον Πλάτωνα Τον Περικλή, τον πρώτο Αθηναίο, μα και Λάκωνα Ήρθα γιατί με τρέξαν πριν μου μάθουν το περπάτημα Το λέγειν μου μη σε μπερδέψει Εμένα δε μ' έχουνε τρέξει, εμένα δε μ' έχουν πονέσει Δε μ' έχουν βαρέσει, εμένα δε με λεν' Αλέξη Εγώ είμαι το συναίσθημα του γιου εκείνου Που η μάνα του στο πλοίο δε θα χωρέσει Με ξέβρασε το κύμα σε μια ακτή που δε γνωρίζω Αδερφέ συγχώρα την αδυναμία μου για δυο να κολυμπήσω Με τράβηξαν πριν σε θρηνήσω Φωνάζοντας Μπουσούλα στη στεριά, μην κοιτάς πίσω! Κι είδα ανθρώπους που αγάπησα στη θάλασσα Είδα την πίστη μου να παλεύει τα κύματα Είδα τη βάρκα μας να γίνεται ναυάγιο Πνίγηκαν τα όνειρα μου για ένα καλύτερο αύριο Κι είδα ανθρώπους που αγάπησα στη θάλασσα Και το Χριστό να περπατάει στο νερό Και να κλοτσάει τα κεφάλια, όσων έχουνε το θράσος Να προσεύχονται σε άλλη γλώσσα, σε άλλο Θεό