Είδα τριγύρω μου κι είπα πως τ' άφησα πίσω μου Μα το στυλό μου σαν αλυσοπρίονο Κόβει κορμούς κι όχι ρίζες Είδες, Αλέκο, το επίμονο; Βγήκε να κόψει κι ας έγραψε επίλογο Το 'χει γλυκάνει λιγάκι το εφήμερο νιώθω Η επιστροφή σε υπερήμερο χρόνο Μα ποιος θα αρνηθεί του Ιούδα το επίπεδο; Μόνο εγώ στο ηψίπεδο Κι όλο ζητάνε να γυρίσω Κι όλο, ανακατεύω τον χρόνο σαν να 'μαι ο πρώτος που πήρε τα πάντα απ' τον Κρόνο Μήπως ανήκω στον κόσμο; Μήπως αυτό το στυλό, εκτός από κατάρα, είναι δώρο; Κι αλίμονο, είμαι εδώ τόσο καιρό που αν το αφήσω, το σίγουρο θα κατακτήσει τον θρόνο Πες στους μαλάκες πως γύρισα, κι ό,τι τους ανήκει θα γίνει δικό μου Ανακοινώνω πως νίκησα, η επιστροφή του Ασώτου Σαν να σιγύρισα φόνου σκηνή κι από κει στη σκηνή βγαίνω με το σκοινί στον λαιμό μου Πες στους μαλάκες πως γύρισα, κι ό,τι τους ανήκει θα γίνει δικό μου Πες στους μαλάκες πως γύρισα, κι ό,τι τους ανήκει θα γίνει δικό μου Ανακοινώνω πως νίκησα, η επιστροφή του Ασώτου Σαν να σιγύρισα φόνου σκηνή κι από κει στη σκηνή βγαίνω με το σκοινί στον λαιμό μου Πες στους μαλάκες πως γύρισα, κι ό,τι τους ανήκει θα γίνει δικό μου Πες στους μαλάκες πως γύρισα, κι ό,τι τους ανήκει θα γίνει δικό μου Ανακοινώνω πως νίκησα, η επιστροφή του Ασώτου Σαν να σιγύρισα φόνου σκηνή κι από κει στη σκηνή βγαίνω με το σκοινί στον λαιμό μου Πες στους μαλάκες πως γύρισα, κι ό,τι τους ανήκει θα γίνει δικό μου