Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει κι ήκατσεν ο Ρωτόκριτος εις το θρονί κι ορίζει. Αγαπημένο αντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη μηδ' τέτοιο καλορίζικο, χαιρόμενο στεφάνι. Εκάμασι παιδόγγονα κι όλα εγενήκαν πλούσα και μάνα και κερά λαλά εγίνη η Αρετούσα. Για τούτο οπού 'ναι φρόνιμος, δε χάνεται στα πάθη, το ρόδο κι ο όμορφος ανθός γεννιέται μες στ' αγκάθι. Βιτσέντζοςείν' ο ποιητής και στη γενιά Κορνάρος, που να βρεθεί ακριμάτιστος όντε τον πάρει ο Χάρος. Στην Στείαν εγεννήθηκε, στην Στείαν ενεθράφη, εκεί 'καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει. Στο Κάστρον επαντρεύτηκε σαν αρμηνεύγ' η φύση, το τέλος του έχει να γενεί όπου ο Θεός ορίσει.