Θ'αφήσω τις δουλειές και τις αναβολές θα πάρω τη ζωή μου να πάω στις εξοχές στα καθαρά νερά σε ρέμματα βαθειά θ'ανοίξω τα φτερά μου πάνω απ' τη θάλασσα Θα πάρω τον καιρό σαν βήμα τυχερό χειμώνες καλοκαίρια με βλέμμα καθαρό Μη με ρωτάς που ζεις για να 'ρθεις να με βρεις τα σύνορα του κόσμου μονάχη να διαβείς. Κουράστηκε η ψυχή μου ελπίδες να μετρά να βλέπει τα καράβια κρυμμένη στη στεριά θέλω να βγω στον ήλιο στο φλογισμένο φως στο γέλιο των ανόμων αθώος και μικρός. Θα γίνω του νερού μια στάλα ουρανού που χάνεται στο κύμα μ' απόκληρο του νου Θα γίνω στον καιρό ένα πουλί μικρό της άνοιξης τα χείλη γλυκά να τα φιλώ, στην άλλη τη μεριά βουίζουν τα παιδιά μελίσσι που γεννάει το γέλιο στην καρδιά όταν θα βγούμ' εκεί με σώμα και ψυχή πιασμένοι χέρι χέρι σ' ατέλειωτη γιορτή Κουράστηκε η ψυχή μου ελπίδες να μετρά να βλέπει τα καράβια κρυμμένη στη στεριά θέλω να βγω στον ήλιο στο φλογισμένο φως στο γέλιο των ανόμων αθώος και μικρός. Κουράστηκε η ψυχή μου ελπίδες να μετρά να βλέπει τα καράβια κρυμμένη στη στεριά θέλω να βγω στον ήλιο στο φλογισμένο φως στο γέλιο των ανόμων αθώος και μικρός. στο γέλιο των ανόμων αθώος και μικρός.