Πάνω στο μπράτσο χάραξε η μέρα μιαν ευχή, για το χορό που στήσανε στ' αστέρια οι Περσείδες, τη νύχτα που ξαγρύπνησες μονάχη στο σκαλί τον ουρανό σου χάρισαν μα πάλι δεν τον είδες. Δεν πέφτουνε, χρυσάφι μου, τα κάστρα με ευχές, ούτε ξυπνούν τα όνειρα στις μαύρες τις οθόνες, δεν ξεγελούν τον ίσκιο τους οι μοναχές καρδιές, φτιάχνουν χαρμάνι λησμονιάς μα ξημερώνουν μόνες. Ανοίγω τα χέρια μου, που όλο τον κόσμο χώρεσαν και τώρα πια χωράνε μόνο εσένα. (Δις) Στο μπράτσο η μέρα χάραξε με πείσμα κι αντοχή, δυο κρίνα φεγγαρόλουστα που φύτρωσαν στην πέτρα, μη μου ζητάς να σ' αρνηθώ, ζωή μου και πληγή, μέχρι να μου τελειώσουνε τα βέλη στη φαρέτρα. Ανοίγω τα χέρια μου, που όλο τον κόσμο χώρεσαν και τώρα πια χωράνε μόνο εσένα. (Δις)