Εσένανε στο κάσαρο σε φύσαγε ο Βαρδάρης Μα εμείς ανάσες παίρναμε μονάχα απ' τον Νοτιά Στη λίμνη του Αχέροντα κλαίει ζαβός βαρκάρης Ένα κορμί που του 'φεραν ετών δεκαεννιά. Ποια μούσα σε ξεπέταξε γυμνό στο Ουσουρίσκι Τ' αδέρφια σου πώς ρίζωσαν μες στο Βλαδιβοστόκ Ο πλούτος όσα έχασε η φτώχεια δεν τα βρίσκει Και πέτρινες κρατούν καρδιές τα τσιμεντένια μπλοκ. Όταν μανίσει ο καιρός πνίγει το Αργοστόλι Κι άμα σε πάρει ο γαρμπής θα βγεις στον Πειραιά Άλλος στα Βούρλα, στην Κοπή, εκεί αντρέψαν όλοι Τσίκες χασίς και μπαγλαμάς στης Τρούμπας τα στενά. Η πένα σε τραβά απ' τη μια κι η θάλασσα απ' την άλλη Και μέσα στον ασύρματο ακούγεται τραγούδι Για σμιλεμένους πειρατές και για γυναίκας χνούδι Στοιχειά, θεριά και ξωτικά σου πήραν το κεφάλι. Σαν έγραψες αναφορά κυκλών και καταιγίδα Και χίμηξε ο Ινδικός σαν λάμια να σ' αρπάξει Τι ήθελες και νοστάλγησες να φτάσεις στην πατρίδα Που καρτερούσε σιωπηλή φαρμάκι να σου στάξει. Απόψε πάλι που έπεσε νύχτα πηχτή κι αθώα Όμοια με τη χορεύτρια εκείνη στην Ταγγέρη Κι έχω στο νου μου τέρατα, νύμφες, στοιχειά και ζώα Κάψε μια πίπα σκαλιστή και πιάσε με απ' το χέρι. Στη βάρδια σου τα μαραμπού ρουφήξανε το πούσι Κι απέναντί σου ολόφεξε μια άγνωστη στεριά Και το σπαθί του λόγου σου ξεχύθηκε λεφούσι Και έκανε τα μάτια μας μια θάλασσα βαθιά. Στη βάρδια σου τα μαραμπού ρουφήξανε το πούσι Κι απέναντί σου ολόφεξε μια άγνωστη στεριά Και το σπαθί του λόγου σου ξεχύθηκε λεφούσι Και έκανε τα μάτια μας μια θάλασσα βαθιά. Mια θάλασσα βαθιά. Μια θάλασσα βαθιά. Μια θάλασσα βαθιά.