Σε κάποιο χωλ σκοτεινό, σ' ένα σαλόνι πεθαίνω κάθε στιγμή, Θε μου σκοτώνει. Σαν θαλπωρή ύπουλη, σαν σκοτοδίνη τούτη η ανία γλυκά με καταπίνει... Πόσο μ' αρέσει. Γιατί να μ' αρέσει; Πόσο μ' αρέσει. Φως ζαλισμένο, αργό, γαλάζια οθόνη κι ένας απόηχος εκεί, απ' το μπαλκόνι. Αμερικάνικο φιλμ με αστυνόμους και πάντα οι ξένες φωνές στους διαδρόμους... Για μένα ποιος να νοιαστεί, ποιος να με πάρει; Μια νυσταγμένη ψυχή σ' ένα δυάρι... Σαν ένας ήρωας καλός, αδικημένος, σαν τραυματίας εδώ βαριανασαίνω... Τώρα, μονάχα αυτή τη στιγμή αν μ' απαντήσεις μ' ένα τηλέφωνο ζεστό θα μ' αναστήσεις. Το νούμερο όμως ξεχνώ σαν να 'μουν ξένος. Άλλη μια τσίχλα μασώ υπνωτισμένος...