Άγγελος εξάγγελος μας ήρθε από μακριά γερμένος πάνω σ' ένα δεκανίκι δεν ήξερε καθόλου μα καθόλου να μιλά και είχε γλώσσα μόνο για να γλείφει Τα νέα που μας έφερε ήταν όλα μια ψευτιά μα ακούγονταν ευχάριστα στ' αυτί μας γιατί έμοιαζε μ' αλήθεια η κάθε του ψευτιά κι ακούγοντάς τον ησύχαζε η ψυχή μας Έστησε το κρεβάτι του πίσω απ' την αγορά κι έλεγε καλαμπούρια στην ταβέρνα μπαινόβγαινε κεφάτος στα κουρεία και στα λουτρά και χάζευε τα ψάρια μες στη στέρνα Και πέρασε ο χειμώνας κι ήρθε η καλοκαιριά κι ύστερα πάλι ξανάρθανε τα κρύα ώσπου κάποιο βραδάκι βρε τι του 'ρθε ξαφνικά κι άρχισε να φωνάζει με μανία Τα πόδια μου καήκανε σ' αυτή την ερημιά η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα τα νέα που σας έφερα σας χάιδεψαν τ' αυτιά μα απέχουνε πολύ απ' την αλήθεια Αμέσως καταλάβαμε τι πήγαινε να πει και του 'παμε να φύγει μουδιασμένα αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει καλύτερα να μην μας πει κανένα