Περάσαν από πάνω σου πεντ' έξι οδοστρωτήρες όμως εσύ κοιμόσουνα και είδηση δεν πήρες. Σαν ξύπνησες, σηκώθηκες και σαν τα μίκι μάους φούσκωσες πάλι και πετάς καταμεσίς του χάους. Μα ποιος είσαι, τέλος πάντων, έτσι για να ξέρουμε τι να κάνουμε για σένα, να σε συνεφέρουμε. Τα μάτια σου, μου φαίνεται, πως τα 'χεις για φιγούρα. Πίσω λιγάκι αν κοίταζες, θά 'βλεπες την καμπούρα του Καραγκιόζη, πού 'βγαλες στην πλάτη σου και τρέχεις δίχως να φτάνεις πουθενά. Αλήθεια, πως αντέχεις; Μα ποιος είσαι, τέλος πάντων, έτσι για να ξέρουμε τι να κάνουμε για σένα να σε συνεφέρουμε. (Ξύπνα ξύπνα, διότι χαράζει. Δεν ακούς τα πουλάκια που λαλούνε;)