Αν με ρωτήσεις τάχα πως πάνω που βρήκα ο φτωχός μια σκεπή να μπω από κάτω όταν βρέξει έφυγα πάλι σαν σκυλί που κάτι μύρισε εκεί Και απο το φόβο του μακριά θέλει να τρέξει Αν με ρωτήσεις το γιατί είχα φυτέψει σε μια γη Για της αγάπης τη σκιά ένα πλατάνι Και ύστερα που έβγαλε κλαδιά πήγα και του έβαλα φωτιά Για να μπορεί πάλι ο ήλιος να με φτάνει Θέλω να ζήσω όπως τ' αστέρια που δε βρήκαν ουρανό να χωρέσει το φως τους Μα τριγυρνάνε από νύχτα σε νύχτα και βάζουν στη νύχτα φωτιά Να έχω για μάνα τη φυγή, να λέει ο πόνος τ ην αυγή πως είμαι εγώ αδελφός του Κι εκεί που ήμουν ένας ξένος να μη γυρίσω πια Αν είναι λάθος η σωστό δεν το θυμάμαι ούτε αυτό Της ευτυχίας όταν πέφτουν οι ψιχάλες Εσύ να βλέπεις μακρινά άγνωστα σύννεφα τρελά και να σου φαίνονται οι βροχές τους πιο μεγάλες Αν με ρωτήσεις όλα αυτά δεν έχω λάθη και σωστά Μόνο μια ελπίδα που όλο μέσα μου ξεσπάει Θα υπάρχουν κι άλλοι δε μπορεί που αντί για ρίζες μες στη γη έχουν τον άνεμο για να τους κυβερνάει Θέλω να ζήσω όπως τ' αστέρια που δε βρήκαν ουρανό να χωρέσει το φως τους Μα τριγυρνάνε από νύχτα σε νύχτα και βάζουν στη νύχτα φωτιά Να έχω για μάνα τη φυγή, να λέει ο πόνος τ ην αυγή πως είμαι εγώ αδελφός του Κι εκεί που ήμουν ένας ξένος να μη γυρίσω πια Θέλω να ζήσω όπως τ' αστέρια που δε βρήκαν ουρανό να χωρέσει το φως τους Μα τριγυρνάνε από νύχτα σε νύχτα και βάζουν στη νύχτα φωτιά Να έχω για μάνα τη φυγή, να λέει ο πόνος τ ην αυγή πως είμαι εγώ αδελφός του Κι εκεί που ήμουν ένας ξένος να μη γυρίσω πια