Έλα να μοιραστούμε τα δώρα που μου έφερες. Η παντοδύναμη μαγισσούλα σου—είμαι εγώ. Αμέθυστους μενεξέδες, μια σειρά κεράκια αναμμένα οι μέρες μας. Και όλο φεύγεις απ' την πόλη, σοβαρή και λυπημένη. Δεν τηράς τους κανόνες του μανιφέστο μας. Ένα ψηλό παράθυρο είναι το μυαλό της, χαϊδεύει με το μουνάκι της τα σύννεφα. Μας βλέπει που γυρίζουμε ζικ-ζακ, μες στους δρόμους. Ευλογεί με τη διάνοιά της τα βιβλία μας, μας βλέπει που φιλιόμαστε ζικ-ζακ. Μες στα μεγάλα της χέρια θέλω να κλάψω, μες στα μεγάλα της χέρια θέλω να κλάψω. Μες στα ωμά της λόγια θέλω να υπάρχω. Μες στα μεγάλα της χέρια θέλω να κλάψω.