Καλόμοιρος, καλότυχος που θέλ' να πάρει εμένα Που ξέρω ρο- δουλεύτρα εγώ, που ξέρω ρόκα κι αργαλειό Που ξέρω ρόκα κι αργαλειό και το κρασί το πίνω Το πίνω, το πίνω και στάλα δεν αφήνω Πίνω κανάτα το πρωί και τρεις το μεσημέρι Κι απάν' το γύ- δουλεύτρα εγώ, κι απάν το γύρμα του ηλιού Κι απάν' το γύρμα του ηλιού, στραγγίζω το βαρέλι Και που να πάω, δουλεύτρα εγώ, και που να πάω να κρυφτώ Και που να πάω να κρυφτώ στου βαγενιού τον πύρο Το πίνω το πίνω και στάλα δεν αφήνω