Στου Μαυριανού τ' αλώ-νο-νι, το μαρμαρινό Παίζουν τη 'μάδα παί-νε-ζουν, γιος και βασιλιάς Κανείς κι δεν την παί-νε-ζει σαν τον Γιαννακή Μα σαν την παίζ' ου Γιάν-να-νης τ' Αντρονίκ' ο γιος Ν-ο Ήλιος κι ο Γιαν-να-νάκης στοίχημα βάζουν Ιου ποιος θα πάει πρώ-νο-τος στη μανούλα του Ν-ο Ήλιος ιπηδού-νου-σι χώρες και βουνά Κι ο Γιάννης ιπηδού-νου-σι χαμουλάγκαδα Ν-ο Ήλιος εβραδιά-να-στ'κι στη μανούλα του Κι ο Γιάννης εβραδιά-να-στ'κι στο μισοστρατί Περνούσαν οι διαβά-να-τες κι τουν έκλαιγαν Γιάννη μου να 'χες μάνα-να, να 'χες κι αδερφή Να 'χες καλή γυναί-νε-κα να 'ρθει να σε δει Τουν λόγου δεν τουν-νι είπι, δεν τουν έσωσι Να κι η μάνα τ' απού-νου 'ρθι, να κι η αδερφή τ' Να κι η καλή γυναί-νε-κα, π' θήλαε του πιδί Με δυο πιδιά στα χέ-νε-ρια κι άλλο στην κοιλιά Δε σ' το 'λεγα, Γιαν-να-νάκη μ', δε σ' ορμήνευα Στους χίλιους να μην μπαίνεις κι ουδέ στους ικατό Δεν ήταν, μάνα μ', χί-νι-λιοι κι ούδε ικατό Δεν ήταν, μάνα μ', χί-νι-λιοι κι ούδε ικατό Μόν' ήταν τρεις χιλιά-να-δες κι ούλ' γενίτσαροι