Σαν τον μετανάστη στη δική σου γη μέρα νύχτα λύνεις δένεις την πληγή κι όλα γύρω ξένα κι όλα πετρωμένα και δεν ξημερώνει να 'ρθει χαραυγή Στράγγισε η ζωή σου που αιμορραγεί κάθε ώρα τρόμος πόνος και κραυγή και σ' ακούν οι ξένοι κι ο αδερφός σωπαίνει αχ δεν είναι άλλη πιο βαθιά πληγή Σύρμα κι άλλο σύρμα και χοντρό γυαλί μάτωσε ο ήλιος την ανατολή κλαις κι αναστενάζεις αχ ξενιτιά φωνάζεις μα η ελπίδα μαύρο κι άπιαστο πουλί