Είχε μιαν απλή καρδιά και τον λέγαν Γιάννη κάθε που 'πεφτε η βραδιά βγαίναμε σεργιάνι στον γαλάζιο ουρανό Θεέ μου πως πονώ στον γαλάζιο ουρανό Θεέ μου πως πονώ. Τον φωνάζανε τρελό κάτι καλοπαίδια του κρεμάγαν στο λαιμό άδεια τενεκέδια και τον δέρναν στο στενό Θεέ μου πώς πονώ και τον δέρναν στο στενό Θεέ μου πώς πονώ. Η απλή του η καρδιά πια δε θα στενάζει Του την κλέψαν τα παιδιά για να κάνουν χάζι μια βραδιά στην Αχαρνώ Θεέ μου πώς πονώ μια βραδιά στην Αχαρνώ Θεέ μου πώς πονώ.