Έχω μια λέξη για να πω μα είναι το στόμα μου κλειστό και την κρατάω μέσα μου να μεγαλώνει. Γύρω μου απλώνει το φιλοθεάμον μου κενό. Σ' ένα μονόλογο παλιό ένα μεγάλο βόδι μου πατάει τη γλώσσα. Ψυχή μου κλώσα, μου είχες πει κάποια φορά μέσα στα λόγια το πολλά πως πριν κατέβουμε στη γη είμαστ' αστέρια. Σπασμένα χέρια τώρα μου δίνεις να πιαστώ και το μικρό μου εαυτό μέχρι την άλλη μου ζωή θα ξεπουλάω. Σε ποιον χρωστάω; Σε ποιον τη λέξη μου να πω και ποιου το χέρι τρυφερά θα την κρατήσει; Που έχω ζήσει; Σε τίνος τ' όνειρο να μπω μια λέξη μόνο να του πω και να το σκάσω; Αχ, να ξεχάσω! Λέγαν σαν ήμουνα μικρός πως είν' ο κόσμος σκοτεινός μ' από τα φώτα τα πολλά πώς έχω λιώσει; Έχω πληρώσει. Έδωσα χώμα και νερό μήπως σωθεί ό,τι ακριβό έχω γνωρίσει και ό,τι γνήσιο έχω ζήσει. Έχω ξοφλήσει. Έχω μια λέξη για να πω μα είναι το στόμα μου κλειστό και την κρατάω μέσα μου να μεγαλώνει. Και με σκοτώνει σ' έναν ισόβιο τοκετό το 'να μου μέρος το κρυφό και νιώθω μέσα απ' τη βαθιά μου εγκυμοσύνη αυτό που φτύνει η τεχνητή μας νοημοσύνη: Ευγνωμοσύνη!