Ανέκφραστα πρόσωπα στα αστικά Δεν αντιδρούν ούτε αντανακλαστικά Η ομορφιά, τα φαγητά, τα αισθήματα πλαστικά Άρρωστοι περαστικοί, περαστικά Τα έξυπνα τηλέφωνα σε κάνουν πιο ηλίθιο Και συ ψάχνεις έναν φίλο επιστήθιο Βρωμάει ψέμα στα στενά που γυρνάς Καλύπτεται από τα σκουπίδια της παλιάς γειτονιάς Κατεβαίνουμε το διάβα Είμαστε αναστενάρηδες στη λάβα Που καίει ασταμάτητα την κάβα Η καρδιά τους μπετό Είναι φρικτή η φυλακή και έτσι τα κλειδιά τους πετώ Είναι σβησμένες οι νέον επιγραφές Όπως η μνήμη σήμερα θέλει το χθες Και αυτά που θέλεις ευθύνη παίρνει ένα χέρι ασταθές Και έχω νεύρα, μάλλον θα φταίει ο καφές Ρώτα το λάθος γιατί αυτόν που σκηνοθετεί εκατοντάδες κουτοί μπροστά Από κάποιο κουτί Φέρνω για νέους νέα Πέρασα πέρα από τα σύνορα και είδα για άλλου δέους θέα Ένας παλιός μου είπε πως θέλει αρχίδια στο πάλκο Δίπλα μου θα πέφτανε εύκολα σαν φύλλα στο πάρκο Θυμάμαι ακόμα το Σάββατο θολά Γιατί ζω, πίνω, γράφω, λέω και πράττω πολλά Μια μαλάκω γελά Με αυτόν που κάνει τον μαλάκα καλά Δες το αλλιώς η μαλακία πουλά Δεν έχω τίποτα να χάσω Πολλά να κερδίσω για αυτό παίζω Στον άσσο αν μείνω θα ξαναρχίσω είμαι εκεί έξω σα το κρύο Ένας, μα κάνω για δύο Πέρασα για ένα τσιγάρο, πέρασα για ένα αντίο Μιλάω τον κώδικα φιλίας τιμής Κάνω το κόλπο του Οδυσσέα, δεν είμαι κανείς