Της γειτονιάς μας ο τρελός όλα ανάποδα τα βλέπει μες στου μυαλού του τον καθρέφτη, μες στου μυαλού του τον καθρέφτη. Πάει στις κηδείες και γελάει, στα γεννητούρια πάει και κλαίει, κι όλα ανάποδα τα λέει, κι όλα ανάποδα τα λέει. Στους πλούσιους και στους αρχοντάδες δεν τους μιλάει με το έτσι θέλω, κι αλλού γυρνάει το κεφάλι, κι αλλού γυρνάει το κεφάλι. Ενώ στους γεωργούς και στους χτιστάδες τους βγάζει αμέσως το καπέλο λες κι είναι άρχοντες μεγάλοι, λες κι είναι άρχοντες μεγάλοι. Θε μου, τι ομορφιά, τι φως της γειτονιάς μας ο τρελός. Γλυκαίνεσαι να τον ακούς. Να 'χαμ' ακόμα άλλους δυο τέτοιους τρελούς. Της γειτονιάς μας ο τρελός όλα ανάποδα τα βλέπει μες στου μυαλού του τον καθρέφτη, μες στου μυαλού του τον καθρέφτη. Από το φούρνο του Τσαλίκη έκλεψε ένας πεινασμένος ένα καρβέλι απ' το κοφίνι και μάρτυρα πάνε τον τρελό στη δίκη. Και τον ρωτούν ποιος είν' ο κλέφτης και αυτός το φούρναρη τους δείχνει. Θε μου, τι ομορφιά, τι φως της γειτονιάς μας ο τρελός. Γλυκαίνεσαι να τον ακούς. Να 'χαμ' ακόμα άλλους δυο τέτοιους τρελούς.