Φαντάσου ότι θες και θα γίνει Αμήν Σήμερα θέλεις η μέρα να 'ρθει πιο πριν Και τώρα ξέρω Σε λίγο δε θα θυμάμαι, έστω κι αν θέλω Είναι μέλλον θολό, νερό καυτό σε δοχείο παγωμένο Ενωμένο κράμα το μίσος κι η αγάπη Σε λερωμένο κλάμα από τύψεις και στάχτη Ενδεχομένως να 'χα κάτι καταλάβει Μα να μη σου μίλησα γιατί δεν είχα την πρόθεση Ίσως δε με νοιάζει, ή ίσως κουράστηκα απ' τη φάση Καταραμένοι γεννηθήκαμε μα με χαρίσματα ο καθένας μας Στην πράξη, αδερφέ, δεν έχω ξεχάσει Και δεν είναι εντάξει το ότι έχουμε σπάσει Αλλά είναι ρόδα κι ο καιρός μια πρόφαση, που θα περάσει Είν' ο άνθρωπος όσα τολμήσει να δει δίχως να διστάσει Η γειτονιά μας σαν ενθύμιο στιγμές στάζει Σα μάνα μας αγκαλιάζει Σαν άμυνα μας στη νάρκη, τα φτερά Για μια φορά κι έναν καιρό Κι εγώ θα ζω Γάμα τα ονόματα ή τα crew, είναι στη φλέβα γιατί είναι ανάγκη Είναι ΛΓ, Δυσαρμονία σινάφι KPC, Ομίχλης Τοπία Στο σκοτάδι, η τρύπια ελπίδα μας θα λάμπει Καταλαβαίνω τι θα 'ρθει αν κοιτάξω απ' την άκρη Μελανό πέπλο πλάθει πέφτοντας μορφές μες στο σκοτάδι βαφτισμένες ως φοβίες Γιατί να αναλύσω τα πάντα; Απλά ας κυνηγήσω εμπειρίες, κι όπου με βγάλει Είναι ερινύες οι παρερμηνείες κάθε βράδυ Εφόσον πίστεψα ψέματα, ή παρεξήγησα απ' την άλλη Είπα και ξύπνησα απ' τη νάρκη Αγάπα με κι ας κάνω λάθη Αγάπα με αν θέλεις λιγάκι Στην άφωτη πλάση, οι φέροντες τη μάσκα, απλά γελάν Κι έχουν πεθάνει Στη θέση μας είμαστε άλλοι Στη δύση, θα δεις φεγγάρι Στη ρίψη κρίνει το ζάρι Ας μιλήσει η ψυχή, η λογική θα μας φάει Η λύπη πάει Μπα Πατέρα, τα τέρατα είναι γλυκό χάδι στο μάγουλο του ανθρώπου που θα αμφιβάλλει Είναι αυθόρμητο, μα μακάρι να μη συμβεί πάλι Το αληθινό γέλιο σπάει το τζάμι μεταξύ μας, κύμα σηκώνει Και φτιάχνει το παραμύθι μας από πορσελάνη Σε δακρυσμένα βλέφαρα βραχυκυκλώνει Το βλέμμα από τα μάτια, σαν παράσιτα στην οθόνη Μαδάς πεταλούδες, συλλέγοντας φτερά Αφού δεν πέταξες ακόμη από τη μάνα γη Μητέρα, αγάπη, πόρνη Το χέρι κάποιος προς τον ήλιο τεντώνει Κι αν άξιζε, ακόμη κι αν κάπου κοπεί, ξαναφυτρώνει Το χέρι του κάποιος στον ήλιο τεντώνει Το σκότος εστί πάνω στο τζάμι σκόνη από το όξινο πρωτοβρόχι Σε τέσσερις εποχές χειμώνα ξεπλένονται οι πόνοι, βάφοντας μαύρο το χιόνι Το χέρι κάποιος προς τον ήλιο τεντώνει Κι η νύχτα που δε καταγράφηκε ποτέ ξημερώνει αφού τελειώνει Μαζί, συντροφιά κι όλοι μόνοι