Είχε δυο ματιά πυρκαγιές μες την φουρτούνα του Και αμείλικτοι σαν άνθρωποι οι πόνοι μες την γούνα του Αλλόκοτο μυαλό γεννημένο σε ένα χαρτόκουτο Και σε ένα περιβάλλον σαν το σπίτι στο σπιρτόκουτο Με μια ουρά κοντή και σημάδια από τις μάχες του Με παγωμένο βλέμμα και τις χαρακιές στις πλάτες του Γιατί έτσι πάει κάθε στενό είχε τους μάγκες του Και κάδους μέσα στους οποίους κάλυπτε τις ανάγκες του Ήταν ο φίλος που δεν ψάχνει κάνεις Με την απίστευτη ηρεμία του στο φως της αυγής Ακροβατώντας κάπου μεταξύ θανάτου και σιωπής Και τα ασυγκράτητα ένστικτα του μπρος την θέα της τροφής Και έτσι το ζούσε αδιάφορα τον δρόμο όταν περνούσε Τα αρσενικά μισούσε και τα θηλυκά αγαπούσε Έκοβε ένα κομμάτι απ' το φεγγάρι όταν πεινούσε Και ξεδιψούσε απ' το αίμα της πόλης όταν διψούσε Και όσο τον βάραινε η ζωή ο χρόνος περπατούσε Με βάρος κρεμασμένο στα μάτια όταν κοιτούσε Προχθές το βραδύ δίπλα μου όπως αργά περνούσε Γυρνάει και μου λέει ψηλέ, πως πας, τι κάνεις που σαι; Να πας να πεις στα δίποδα όλης της γης Πως τα προβλήματα τους από μας δε νιώθει κανείς Και άμα μιλούν αυτοί για πόνο τι να πούμε και εμείς; Ποιος ξέρει αλήθεια πως είναι να μην σε ψάχνει κανείς Έχω ένα φίλο, έναν φίλο που δεν ψάχνει κανείς Με την απίστευτη ηρεμία του στο φως της αυγής Ακροβατώντας κάπου μεταξύ θανάτου και σιωπής Και τα ασυγκράτητα ένστικτα του μπρος την θέα της τροφής Απόψε γραφώ για φόλες και σιδερένια κελιά Γιατί μου το χε παραγγείλει ένας φίλος παλιά Είχα ένα φίλο που ηρεμούσε με το φως της αυγής Από τους φίλους που γεννιούνται και δεν ψάχνει κανείς Πέρασε το λουρί στον κρίκο και έξω βγήκανε Πατήσανε στην άσφαλτο και στο στενό χαθήκανε Η φύση προς τον άνθρωπο Και ο φίλος προς τον φίλο Και τώρα θα σου πω για το κορίτσι με τον σκύλο Καμία ράτσα δε γεννιέται σε χαρτόκουτο Τον πήραν σε ένα σπίτι χειρότερο απ' το σπιρτόκουτο Τον πήραν σε ένα σπίτι κομμένο με μια διαγώνιο Μεγάλωσε, χωρίσαν και έμεινε στο πεζοδρόμιο Και έμεινε εκεί ως την ώρα που τον βρήκε εκείνη Να παίζει με τον πόνο που προσφέραν οι κρετίνοι Την κοίταξε με φόβο και τον κοίταξε με ευθύνη Τον πήρε και τον πήγε στο διαμέρισμα να μείνει Αυτή φοιτήτρια είχε έρθει απ' τα προάστια Με μια καρδιά πρόσφατα προδομένη και τεράστια Γονείς απ τους αστούς που έχουν χαμόγελο σαρδόνιο Και σπίτι δυνατό και δεμένο με μια διαγώνιο Και είχανε γίνει ομάδα και βόλτες μες την λιακάδα Και ταξίδια και μπάνια σχεδόν σε όλη την Ελλάδα Και ώσπου μια μέρα αυτή για λίγο είπε να βγει Και αυτός μαζί μου με μια επίμονη ματιά σαν κραυγή Μου λέει ψηλέ να πας να πεις στα αφεντικά αυτής της γης Ότι ευθύνη σημαίνει δεν συγχωριέται κανείς Και όσο εναλλάσσετε το ηλιοβασίλεμα της αυγής Το πρόσωπο της φύσης μοιάζει με αυτό της οργής Έχω ένα φίλο, έναν φίλο που δεν ψάχνει κανείς Με την απίστευτη ηρεμία του στο φως της αυγής Ακροβατώντας κάπου μεταξύ θανάτου και σιωπής Και τα ασυγκράτητα ένστικτα του μπρος την θέα της τροφής Απόψε γραφώ για φόλες και σιδερένια κελιά Γιατί μου το χε παραγγείλει ένας φίλος παλιά Είχα ένα φίλο που ηρεμούσε με το φως της αυγής Από τους φίλους που γεννιούνται και δεν ψάχνει κανείς