Καθόσον σκεφτικός είχες κλειστό το φως, στα χείλη ένα τσιγάρο. Σαν πλοίο φορτηγό που βγαίνει μ' οδηγό ένα σβησμένο φάρο. Μια σκέψη σου κρυφή σου αλλάζει τη μορφή και μοιάζεις πια με ξένο. Και χάνομαι κι εγώ που χρόνια σ' εξηγώ και σε καταλαβαίνω. Ήσουν άνθρωπος του κόσμου όλη η γη δικό σου κτήμα, όμως άνθρωπος δικός μου δεν υπήρξες κι είναι κρίμα. Ούτε μια στιγμή δικός μου. Καθόσουν σκεφτικός σου άναψα το φως κι ας το 'χα νιώσει ήδη. Ετούτη σου η σιωπή σχοινί που 'χει κοπεί και γίνεται ταξίδι. Ήσουν άνθρωπος του κόσμου όλη η γη δικό σου κτήμα, όμως άνθρωπος δικός μου δεν υπήρξες κι είναι κρίμα. Ούτε μια στιγμή δικός μου.