Αλλά γιατί με κατηγορούν για σκοτεινές προθέσεις; Ίσως γιατί στέκομαι πάντα κάτω από μία μαρκίζα Αλλά δεν βλέπουν ότι μία ζωή δεν αρκεί όταν αρχίζει να βρέχει Και αλήθεια τι θα συμβεί αύριο; Τι συνέβη χθες; Πράξεις χωρίς καμία σημασία Έτσι που παρόλο το σπίτι ήταν άδειο, κανείς δεν ερχόταν Αλήθεια πόσος καιρός πέρασε, σκεφτόμουν Και θα πεθάνουμε ολομόναχοι Και εκέινο το μικρό καράβι που μας χάρισαν σε κάποια παιδικά γενέθλια, μας πήγε μακριά Τότε το εκκρεμές άρχισε να χτυπάει και ακούστηκε η ώρα του αναπότρεπτου Έτρεξα να τους προλάβω στη σκάλα κανείς δεν πέθανε, τους λέω, μα όλοι είναι σιωπηλοί μάρτυρες γι' αύριο Ενώ την ίδια στιγμή κάπως έτσι θα 'ναι η τιμωρία, σκεφτόμουν Όπως και τα παιδικά μας χρόνια την ώρα του θανάτου μας Θα 'ναι εκεί και θα μας περιμένουν ♪ Και καμία φορά τη νύχτα μια κραυγή που ζητάει βοήθεια ακούγεται απ' το παρελθόν Ακριβώς γιατί ποτέ δεν το ζήσαμε Ή μας βασανίζουν αναμνήσεις που δε συνέβησαν ποτέ Αλλά ποιος είναι βέβαιος για το τι συνέβη; Εξάλλου η κάμαρα μου μοιάζει με όλες τις κάμαρες της γης Θέλω να πω πόσο στο βάθος είμαστε άδικοι ή ξένοι Ώ, που έζησα μια ζωή συγκεχυμένη, ακαθόριστη Σαν ένα όνειρο που το ξεχνάς το πρωί και μετά το ξαναθυμάσαι Μέχρι που δεν ξέρεις αν ήταν όνειρο ή το ίδιο το πεπρωμένο Και είδα τ' ανοιχτά παράθυρα σα μεγάλα βιβλία της ερημιάς Όπου διάβασα το ποτέ και το τίποτα Κι έπρεπε εγώ απ' αυτό το ποτέ και το τίποτα Να φτιάξω μια ποίηση για πάντα