Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα στεκότανε κοντά στη φωτιά και δυο μαύρα πουλιά της φέρναν μηνύματα από μια αγάπη παλιά: " ποτέ πια "! Η γυναίκα που μιλούσε στα κύματα χόρευε σε μια ακρογιαλιά ένα βαλς μανιασμένο με λυτά τα μαλλιά και προχώρησε στα βαθιά. Η γυναίκα που έσκαβε μνήματα και δεν είχε μιλιά κοιτούσε τον θάνατο σαν μια αγάπη παλιά και ψιθύριζε με μάτια σβηστά. Για όλα αυτά που ζήσαμε, μόνοι με τους μόνους μοιράζοντας τους πόνους. Τις ώρες που δακρύσαμε, μόνοι με τους μόνους μοιράζοντας τους πόνους.