Δεν θ' ανταμώσουμε το επόμενο Σαββάτο δεν θα μπορώ στη γειτονιά σου να ξανάρθω μα εσύ να έρχεσαι εκεί να σ' ανταμώνω και να κρατάς του νυχτολούλουδου τον κλώνο. Να το βαστάς και να προσέχεις τους ανθούς του να προχωράς και να μην θλίβεται ο νους σου και να σταθείς εκεί που τότε θα ριζώνω να τραγουδάς για ν' αλαφρώνω από τον πόνο. Όταν με βάλουνε οι φίλοι μες στον τάφο μια νύχτα ολόγκριζη σαν μια απ' αυτές που γράφω θα 'ναι παράξενο που δεν θα βλέπεις να γερνάω μα θα μ' ακούς μες στην καρδιά σου να χτυπάω. Μα απ' τον αντίλαλο του χτύπου μην φοβάσαι και από τα βράδια ενός Μαΐου να θυμάσαι λέξεις που σκέπασε στο πέρας της η σκόνη λέξεις που είπαμε μα γράψαμε στο χιόνι. Όταν με βάλουνε οι φίλοι μου στον τάφο θα ήθελα μόνο την συνείδηση μου να 'χω και να κοιτάζω ποιος ήρθε και ποιος λείπει από την σύναξη του αγνώστου που εκλείπει. Και με κλειστά τα μάτια που όλο θα 'χω με νυχτολούλουδα για σκέπη μου στον τάφο θα αναρωτιόμαστε η ψυχή μας αν σιωπάει τι είναι ο άνθρωπος, πως έρχεται, που πάει. Σαν νυχτολούλουδα, μυρίζουν οι σκέψεις μου και δεν σε έχω πλάι μου πια. Σαν νυχτολούλουδα μυρίζουν τα χρόνια που έφυγαν και πάνε πια.