Κοίταξα μέσα μου βαθιά κι αναρωτήθηκα τα όρια της αντοχής πως τα γκρεμίζουν γιατί τα όνειρα σε μια βραδιά τα αρνήθηκα; και ποια αισθήματα είναι αυτά που με ορίζουν; Ό,τι πεθαίνει κάποια νύχτα ανασταίνεται κι ότι ανασταίνεται κάποιο πρωί πεθαίνει κι εγώ να κάθομαι να βλέπω ό,τι δεν φαίνεται, να λύνω καθετί μαζί σου που με δένει. Πάτησα φρένο και απότομα σταμάτησαν όσα εντός μου τρέχαν σαν δαιμονισμένα μακριά μου κράτησα όλους όσους μ αγάπησαν μόνος μου σκότωσα όσα ένιωθα για σένα. Όσα δεν έχεις κάποια νύχτα σου χαρίζονται κι όσα χαρίζονται μια χαραυγή στα παίρνει, είδα του έρωτες μονάχους ν' αυνανίζονται και την Σελήνη αυτόχειρα ένα μεσημέρι. Είδα να γίνονται γρίφοι τα αυτονόητα είδα να σφίγγουν με τανάλιες τα όνειρα μου το τώρα έκλεισα για πάντα στο αργότερα κι έραψα πάνω στο χαλί τα δυο φτερά μου. Όσοι τραγούδησαν κάποια βράδια σιωπήσανε κι όσοι σιωπήσανε έγιναν τραγούδια αιώνια, με Ασημόπροκες τα θέλω μας, τρυπήσανε, τα οράματα μας πετσοκόψαν με πριόνια. Όμως εμείς για πάντα εδώ θα 'μαστε, τους χειμώνες τους νικούν τα χελιδόνια