Δώσ' του τροφή, δώσ' του νερό, του εφιάλτη που σε τρώει από μικρό. Δώσ' του αέρα να μπορεί να αναπνέει, δωσ' του αγάπη να μπορεί να σε σκοτώνει, όχι φίλε μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Ο δρόμος μακρύς χωρίς οδηγό, έξω βροχή, αέρας, οδυρμός. Κι έχω τα μάτια στης ιδέας μου την οθόνη καθώς ο χτύπος της καρδιάς μου δυναμώνει, είμαι σε λήθαργο μα δεν μπορώ να κοιμηθώ. Δείξ' του οργή, δείξ' του θυμό του εφιάλτη που σ' οδηγεί από μικρό. Σφίξε τα δόντια και πες πως δεν φοβάσαι, κλείσ' του την πόρτα χωρίς να τον λυπάσαι, κάνε ότι γίνεται, ότι είναι δυνατόν. Και δεν μπορώ ούτε στιγμή να κλείσω μάτι, κι όλο ελπίζω σ' αυτό το αόρατο το κάτι που την ροή να επαναφέρει καταφέρνει, αλλά απορώ με όσα φέρνει κι όσα φέρνει.