Μην την χτυπάς την μηχανή σου άρχοντα ειν' τα γρανάζια που την δένουν όλα σου τα υπάρχοντα όταν κοιμάσαι εσύ αυτά γυρίζουνε, γερνούν, πεθαίνουν, μαρτυρούν και δεν δακρύζουνε. Ήρθε μια νύχτα που τα αυτιά σφυρίζανε και οι μηχανές όλο παλμό την γη γυρίζανε και ένας κρότος σαν κραυγή με ξύπνησε. Είδα το διπλανό γρανάζι που ξεψύχησε. Κι ήρθαν και πήραν τα κομμάτια που έσπασαν, και τα πετάξαν σε έναν κάδο και τον έκλεισαν και το πρωί άλλο γρανάζι κίνησε να λειτουργεί την μηχανή που μας ξεψύχησε. Μην την χτυπάς την μηχανή σου άρχοντα είμαι γρανάζι και είμαι όλα σου τα υπάρχοντα κι ας μην θυμάμαι την ζωή πως πέρασε δεν θα ξεχάσω το γρανάζι που για σένα έσπασε. Φυσάει απαλά στις φυλλωσιές, ήταν μια μέρα σαν τις άλλες, στάζουν του ουρανού οι πληγές, δεν ήτανε ψιχάλες. Ήλιε μου διώξ' τις συννεφιές, και κάνε να μην έρθουν άλλες, οι δρόμοι γέμισαν ψυχές, μα μείναμε χιλιάδες.